καταύγασμα

Revision as of 15:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ατος, τό, radiance, PMag.Par.1.1130.

Greek (Liddell-Scott)

καταύγασμα: τό, φώτισμα, ἀκτίς, λάμψις, ὑπὸ τὰ ἑωθινὰ κ., ὑφ᾿ ἕω, Θεοφύλακ. Σιμ.

Spanish

resplandor

Greek Monolingual

καταύγασμα τὸ (Μ) καταυγάζω
ζωηρός φωτισμός, φωταύγεια, λάμψη.

Léxico de magia

τό resplandor como advoc. de la divinidad χαῖρε, ἡλιακῆς ἀκτῖνος ὑπηρετικὸν κόσμου κ. te saludo, resplandor del cosmos que sirve al rayo solar P IV 1130