ἴμεν
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι (ibo).
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. de εἶμι;
inf. prés. épq. de εἶμι.
Russian (Dvoretsky)
ἴμεν:
1 1 л. pl. к εἶμι;
2 эп. inf. к εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.
Greek Monotonic
ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II. ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.