κατακήομεν
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
v. κατακαίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.
Russian (Dvoretsky)
κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
Greek Monotonic
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.