ὁμοειδής

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοειδής Medium diacritics: ὁμοειδής Low diacritics: ομοειδής Capitals: ΟΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: homoeidḗs Transliteration B: homoeidēs Transliteration C: omoeidis Beta Code: o(moeidh/s

English (LSJ)

ές, A of the same species or kind, whether in regard to natural distinctions, Arist.Metaph. 1032a24, GA747b30, al.; or logical, Id.Rh.1405a36 : generally, τὰ ὁ. Epicur.Sent.Vat.73, cf. Metrod.Fr.17, etc. : c. dat., Polystr.Herc. 346p.86V. 2 of like form, κρατῆρες Plb.34.11.17; homogeneous, Arist.Ph.188a13 (codd.omnes), Metaph.1014a30. Adv. -δῶς Phld.Rh. 2.244 S., M.Ant.9.35. 3 generally, corresponding, ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ at the corresponding season, of dogs going mad θέρεος καὶ ὑπὸ κύνα, Hp.Ep.19 (Hermes53.70). 4 uniform, κίνησις Plot.3.7.8; unaltered, ἄνθος Dsc.4.58. 5 of an author, lacking in variety, monotonous, D.H.Pomp.3, cf. Cic.Att.2.6.1.—Cf. ὁμοιοειδής.

German (Pape)

[Seite 334] ές, gleichartig, Arist. anim. 1, 1; von gleicher Gestalt, Pol. 34, 11, 17; D. Hal. u. a. Sp. – Adv., M. Ant. 9, 35.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοειδής:
1 одного рода или вида Arst., Plut.;
2 однородный, однокачественный Arst., Plut.;
3 имеющий одинаковый вид, одинаковой формы Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοειδής: -ές, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ αὐτὸ εἶδος ἢ κατὰ τὰς φυσικὰς ἰδιότητας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 10, κ. ἀλλ.· ἢ κατὰ τὴν λογικὴν σχέσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12. 2) ὁ ἔχων ὅμοιον σχῆμα ἢ μορφήν, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 4, 13, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 3, 1, κ. ἀλλ.· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Μ. Ἀντων 9. 35. 3) ἐπὶ συγγραφέως ἀπεχομένου ἀπὸ παρεκβάσεων, Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 5. Πρβλ. ὁμοιοειδής.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες
2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα
αρχ.
1. ομογενής
2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.)
3. ομοιόμορφος
4. αυτός που δεν μεταβάλλεται, που δεν αλλάζει («ὁμοειδὲς ἄνθος», Διοσκ.)
5. (για συγγραφέα που αποφεύγει τις παρεκβάσεις) μονότονος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοειδῆ
οι ομοιότητες.
επίρρ...
ομοειδώς (ΑΜ ὁμοειδῶς)
με όμοιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ειδής].