πάμμαχος
English (LSJ)
ον, ready or sufficient for every battle, θράσος A.Ag.169 (lyr.); epithet of Athena, Ar.Lys.1321; esp. = παγκρατιαστής, fighting by all means, with all one's resources, Pl.Euthd.271c, Theoc. 24.114, APl.4.52 (Phil.), D.Chr.8.19; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα Sammelb.6222.22 (iii A. D.); so εἰς τὸ πάμμαχον ib.26; ὁ παμμάχων κεραυνός AP7.692 (Antip. or Phil.): metaph., οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας calling for all resources, Plu.2.804b; also π: ἀτυχίη incompetence ready for anything, Hp.Praec.13.
Greek Monolingual
πάμμαχος ή παμμάχος, -ον (Α)
1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη
2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα
3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», Πλούτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμμαχα
με όλα τα μέσα
5. φρ. «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα μέσα
β) «πάμμαχος ἀτυχίη» — ατυχία που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη ατυχία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
παμμάχως (Α)
με όλη τη μαχητική δύναμη κάποιου, με όλα τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μαχος (< μάχομαι)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμμαχος -ον [πᾶς, μάχη] tot elke strijd bereid, vechtlustig; overdr. tot alles bereid, brutaal. op alle manieren vechtend. subst. ὁ πάμμαχος pankratiast.
German (Pape)
mit Allen kämpfend, θράσος, Aesch. Ag. 163, von Pankratiasten, Plat. Euthyd. 271c, Theocr. 24.112, Antip.Thess. 68 (VII.692).