ἀκραῖος
English (LSJ)
α, ον, A = ἄκρος, Opp.H.2.395, Tab.Defix.18; ἀκραῖα, τά, extremities, Gal.7.416: Ion. ἄκρεα, τά, Hp.Epid.1.18, Fract.16, Art. 30. II dwelling on heights, epithet of Hera, E.Med.1379, Apollod. 1.9.28; Aphrodite, Paus.1.1.3, 2.32.6; gods whose temples were ἐν ἀκροπόλει, Poll.9.40.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [fem. ἀκρέα Hsch.; plu. neutro sólo medic. ἄκρεα Hp.Epid.1.18]
1 que vive en lo alto esp. de diosas la de lo alto (por habitar la montaña o tener su templo en la acrópolis) de Hera, E.Med.1379, Hom.Carm.Ep.2.4, de Afrodita, Hsch.l.c., en Cnido, Paus.1.1.3, en Chipre, Str.14.6.3, SEG 18.578.1 (Pafos I d.C.), en Trezén, Paus.2.32.6, Μήτηρ Ἀ. TAM 5.528.11 (Meonia II a.C.), de Ártemis en Tesalia IG 9(2).303 (II a.C.), de Atenea, cf. Hsch.l.c., de Τύχη en Sición, Paus.2.7.5, en Tesalia IG 9(2).1109.71 (II a.C.)
• de dioses: Zeus Sokolowski 1.56.13 (Caria II a.C.), Harpócrates SIS 88.10 (Cálcide III d.C.), otros dioses θεοὶ ἀκραῖοι καὶ πολιεῖς Poll.9.40.
2 extremo Opp.H.2.395
• esp. medic. τὰ ἀκραῖα = las extremidades Hp.l.c., Gal.7.416.
3 subst. ἡ ἀκραία maced. niña, muchacha Hsch.l.c., EM α 701.
German (Pape)
[Seite 80] α, ον, 1) zur Burg gehörig, θεοί nach Poll. οἱ ἐν ἀκροπόλει, z. B. Ἥρα ἀκραία Eur. Med. 1869, wo der Schol. παρὰ τὸ ἐν ἀκροπόλει ἱδρῦσθαι, vgl. Zenob. 1, 27; andere nach Liv. 32, 23 promontorium Iunonis quam vocant Acraeam, vom Vorgebirge, auf dem sie verehrt wurde. – 2) bei Hippocr. u. Opp. H. 2, 395 = ἄκρος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est à l'extrémité ; τὰ ἀκραῖα = les extrémités du corps;
2 qui réside sur les hauteurs, protectrice des sommets (ἀκραία ép. d'Héra à Corinthe EUR, d'Aphrodite PAUS).
Étymologie: ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκραῖος: обитающий на высотах (Ἣρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραῖος: -α, -ον, ἄκρος, συχν. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ ἄκρα (τοῦ σώματος), ὅπερ εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν πάντοτε ἄκρεα. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκρία (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, Πολυδ. 9. 40.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) ἄκρος
αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίος
νεοελλ.
αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῖα
α) τα άκρα του σώματος
β) ακρότητες, υπερβολές.
Greek Monotonic
ἀκραῖος: -α, -ον (ἄκρα), αυτός που ζει, κατοικεί, διαμένει στα ύψη, σε Ευρ.