χωρογραφία

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρογρᾰφία Medium diacritics: χωρογραφία Low diacritics: χωρογραφία Capitals: ΧΩΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: chōrographía Transliteration B: chōrographia Transliteration C: chorografia Beta Code: xwrografi/a

English (LSJ)

ἡ, A description of a country or countries, Plb.34.1.5, Str.8.3.17; title of works by Varro, Cicero, etc., cf. Ptol.Geog.Praef.1: pl., plans or maps, SIG685.71 (Magn. Mae., ii B. C.), Vitr.8.2.6. II Astrol., assignment of countries to their tutelary sign or planet, Vett.Val.360.24.

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, Beschreibung von Ländern, Gegenden, Pol. 34, 1,4.

Russian (Dvoretsky)

χωρογρᾰφία:описание страны Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

χωρογρᾰφία: ἡ, περιγραφὴ χωρῶν, Πολύβ. 34. 1, 4, Στράβ. 346.

Greek Monolingual

η, ΝΑ χωρογράφος
γενική περιγραφή μιας χώρας και ιδίως της μορφολογίας του εδάφους της
αρχ.
1. αστρολ. η απόδοση τών διαφόρων χωρών στούς αστερισμούς ή τους πλανήτες που τίς προστατεύουν
2. ως κύριο όν. Χωρογραφία
τίτλος έργων του Βάρρωνος και του Κικέρωνος
3. στον πληθ. αἱ χωρογραφίαι
σχεδιαγράμματα τόπων.