ἀπρόφατος

Revision as of 13:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, A unforetold, unexpected, Arat.424,768, A.R.2.268, Nic.Al.598. Adv. ἀπροφάτως A.R. 1.1201, 2.580, Orph.A.787. II unutterable, terrific, A.R.1.645. III without parley, inAdv. ἀπροφάτως Id.2.62,4.1005.

Spanish (DGE)

(ἀπρόφᾰτος) -ον
1 inesperado δεινὴ ἀνέμοιο θύελλα ἀ. Arat.424, κακόν Arat.768, ἄελλαι A.R.2.268, ὀδύναι Nic.Al.598, ἔκποθεν ἀπροφάτοιο λυγρῷ βεβλημένος ἰῷ herido por flecha funesta (surgida) de no se sabe dónde Q.S.3.437, cf. 12.509
no esperado, terrible Ἀχέροντος δίναι ἀπρόφατοι A.R.1.645.
2 adv. ἀπροφάτως = inesperadamente ὅταν ἀ. ἱστὸν νεὸς ... θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ ... ἐρύσηται A.R.1.1201, σφίσιν ἀ. ἀνέδυ μέγα κῦμα A.R.2.580
sin hablar, sin mediar palabra τοὺς ἕλεν ἀ. A.R.2.62, ἵεντ' ἀ. A.R.4.1005
inexplicablemente αἰθομένοι' ἀ. ἑτέρου (χείλεος) Agam.SHell.14.

German (Pape)

[Seite 340] 1) unaussprechlich, Ἀχέροντος δῖναι Ap. Rh. 1, 645 (Schol. ἀπροφώνητοι); ὀδύναι Nic. Al. 611. – 2) unvorhergesagt, unerwartet, Ap. Rh. 2, 267; vgl. Schol. Lycophr. 178; – unweigerlich, Ap. Rh. 4, 1005.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόφατος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, ἀνέλπιστος, ἀπροσδόκητος, Ἄρατ. 424, 768, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 268, Νικ. Ἀλ. 611. (598): - Ἐπίρρ. -τως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1201, Β. 580. ΙΙ. ἄρρητος, ἄφατος, φοβερός, ὁ αὐτ. Α. 645. ΙΙΙ. = ἀπροφάσιστος: ἐν ἐπιρρ., ὁ αὐτ. Β. 68., Δ. 1005.

Greek Monolingual

ἀπρόφατος, -ον (Α) πρόφημι
1. αυτός που δεν μπορεί να προφητευθεί, ανέλπιστος, απροσδόκητος
2. άρρητος, φοβερός
3. απροφάσιστος.