ἀπρόφατος
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ἀπρόφατον,
A unforetold, unexpected, Arat.424,768, A.R.2.268, Nic.Al.598. Adv. ἀπροφάτως A.R. 1.1201, 2.580, Orph.A.787.
II unutterable, terrific, A.R.1.645.
III without parley, inAdv. ἀπροφάτως Id.2.62,4.1005.
Spanish (DGE)
(ἀπρόφᾰτος) -ον
1 inesperado δεινὴ ἀνέμοιο θύελλα ἀ. Arat.424, κακόν Arat.768, ἄελλαι A.R.2.268, ὀδύναι Nic.Al.598, ἔκποθεν ἀπροφάτοιο λυγρῷ βεβλημένος ἰῷ herido por flecha funesta (surgida) de no se sabe dónde Q.S.3.437, cf. 12.509
•no esperado, terrible Ἀχέροντος δίναι ἀπρόφατοι A.R.1.645.
2 adv. ἀπροφάτως = inesperadamente ὅταν ἀ. ἱστὸν νεὸς ... θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ ... ἐρύσηται A.R.1.1201, σφίσιν ἀ. ἀνέδυ μέγα κῦμα A.R.2.580
•sin hablar, sin mediar palabra τοὺς ἕλεν ἀ. A.R.2.62, ἵεντ' ἀ. A.R.4.1005
•inexplicablemente αἰθομένοι' ἀ. ἑτέρου (χείλεος) Agam.SHell.14.
German (Pape)
[Seite 340] 1) unaussprechlich, Ἀχέροντος δῖναι Ap. Rh. 1, 645 (Schol. ἀπροφώνητοι); ὀδύναι Nic. Al. 611. – 2) unvorhergesagt, unerwartet, Ap. Rh. 2, 267; vgl. Schol. Lycophr. 178; – unweigerlich, Ap. Rh. 4, 1005.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόφατος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, ἀνέλπιστος, ἀπροσδόκητος, Ἄρατ. 424, 768, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 268, Νικ. Ἀλ. 611. (598): - Ἐπίρρ. -τως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1201, Β. 580. ΙΙ. ἄρρητος, ἄφατος, φοβερός, ὁ αὐτ. Α. 645. ΙΙΙ. = ἀπροφάσιστος: ἐν ἐπιρρ., ὁ αὐτ. Β. 68., Δ. 1005.
Greek Monolingual
ἀπρόφατος, -ον (Α) πρόφημι
1. αυτός που δεν μπορεί να προφητευθεί, ανέλπιστος, απροσδόκητος
2. άρρητος, φοβερός
3. απροφάσιστος.