πετρήεις

Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

εσσα, εν, A rocky, in Hom. always epithet of places, Αὐλίς, Πυθών, Καλυδών, Il.2.496,519,640; νῆσος Od.4.844; γλάφυ πετρῆεν Hes.Op.533. II haunting rocks, ἰουλίς AP7.504.5 (Leon.); ἠχώ APl.4.154 (Luc. or Arch.).

German (Pape)

[Seite 606] εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυθών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυθῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
plein de rochers, rocailleux.
Étymologie: πέτρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

πετρήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. πετράεις, άεσσα, ᾶεν
1 скалистый, утесистый, каменистый (Αὐλίς, Καλυδών, νῆσος Hom.);
2 выдолбленный в скале (γλάφυ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πετρήεις: εσσα, εν, (πέτρα) βραχώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. χωρῶν, Αὐλίς, Πύθων, Καλυδὼν Ἰδ. Β. 496, 519, κτλ.· νῆσος Ὀδ. Δ. 844· γλάφυ πετρῆεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: rocky.

Greek Monolingual

-εν Α
1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης
2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη
3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].

Greek Monotonic

πετρήεις: -εσσα, -εν (πέτρα), πετρώδης, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πετρήεις, εσσα, εν πέτρα
rocky, Hom., Hes.