τρώξιμος
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον, = τρωκτός, τὰν τ. (sc. σταφυλάν) eating-grapes, Theoc. 1.49, cf. Dig.50.16.205: τρώξιμα, τά, vegetables eaten raw, Hp.Int. 30; λαχανοφαγίη τρωξίμων πολλῶν ib.34, cf. PTeb.213 (ii B. C.), 117.74 (i B. C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρώξιμος -ον [τρώγω] eetbaar; subst. τὰ τρώξιμα rauw eetbare groenten, rauwkost.
German (Pape)
ον, zu benagen, roh zu essen, überhaupt eßbar; Theocr. 1.49; Long. 2.13 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
τρώξιμος: годный для еды, съедобный Theocr.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ τρῶξις
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα
τα τρωγάλια
αρχ.
τρωκτός.
Greek Monotonic
τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = τρωκτά, Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.