τόρνευμα

From LSJ
Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρνευμα Medium diacritics: τόρνευμα Low diacritics: τόρνευμα Capitals: ΤΟΡΝΕΥΜΑ
Transliteration A: tórneuma Transliteration B: torneuma Transliteration C: tornevma Beta Code: to/rneuma

English (LSJ)

ατος, τό, A whirling motion, as of a lathe; cf. τόρευμα ΙΙ. 2 pl., turner's chips or shavings. Hp.Ulc.12, IG11(2).287A23 (Delos, iii B. C.), Dsc. 1.80, Ruf.Ren.Ves.8.5.

Greek (Liddell-Scott)

τόρνευμα: τό, κίνησις περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. τόρευμα. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν τορνεύω
νεοελλ.
1. η τόρνευση, το τορνάρισμα
2. το αποτέλεσμα του τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο
μσν.-αρχ.
στον πληθ. τὰ τορνεύματα
τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα
αρχ.
η περιστροφική κίνηση του τόρνου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια κίνηση.

German (Pape)

τό, das Gedrechselte, Rundgearbeitete; die Drechselspäne, Diosc.