ἀναπιέζω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
aor. Pass. ἀνεπιέχθην, A press back, Hp.Art.41. II force upwards, Hero Spir.1.10. III apply, press upon, Androm. ap.Gal.12.945, cf. Asclep.ib.986.
Spanish (DGE)
I 1impulsar hacia arriba σφαῖρα κοίλη ... ἀναπιέζεται εἰς τὸ ὕψος Hero Spir.1.10, cf. 1.28.
2 aplicar, administrar un medicamento, Androm. en Gal.12.945, cf. Asclep. en Gal.12.986.
II en v. med.-pas. encajarse hacia atrás ὀστέον Hp.Art.41.
German (Pape)
[Seite 202] zurückdrücken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807.
Greek Monolingual
(Α ἀναπιέζω)
1. πιέζω προς τα πίσω
2. πιέζω προς τα επάνω, πιέζω σπρώχνοντας προς τα επάνω
νεοελλ.
πιέζω εκ νέου ή συνεχώς.