φαντασμός

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντᾰσμός Medium diacritics: φαντασμός Low diacritics: φαντασμός Capitals: ΦΑΝΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: phantasmós Transliteration B: phantasmos Transliteration C: fantasmos Beta Code: fantasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A mental image, Epicur.Ep.1p.12U. 2 pl., of the vain imaginings of philosophers, Timo 45. 3 vision, φαντασμοὶ ὀνείρων PMag.Lond.124.25 (iv/v A. D.).

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, = φάντασμα, Timon bei D. L. 9, 25.

Russian (Dvoretsky)

φαντασμός:Timon ap. Diog. L. = φάντασμα.

Greek (Liddell-Scott)

φαντασμός: ὁ, = φάντασμα, Τίμ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 9. 25.

Spanish

visión

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φανταγμός Ν φαντάζω, -ομαι]
αποκύημα της φαντασίας
νεοελλ.
(στην ποίηση) όνειρο
νεοελλ.-μσν.
έπαρση, αλαζονεία
αρχ.
στον πληθ. οἱ φαντασμοί
μάταιες ελπίδες, απραγματοποίητες σκέψεις, ουτοπίες.

Léxico de magia

visión procedente de un sueño ποιεῖ γὰρ πρὸς ἐχθροὺς ... καὶ φόβους καὶ φαντασμοὺς ὀνείρων pues actúa contra enemigos, miedos y visiones de los sueños P X 25