φαντασμός
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ, A mental image, Epicur.Ep.1p.12U. 2 pl., of the vain imaginings of philosophers, Timo 45. 3 vision, φαντασμοὶ ὀνείρων PMag.Lond.124.25 (iv/v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, = φάντασμα, Timon bei D. L. 9, 25.
Russian (Dvoretsky)
φαντασμός: ὁ Timon ap. Diog. L. = φάντασμα.
Greek (Liddell-Scott)
φαντασμός: ὁ, = φάντασμα, Τίμ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 9. 25.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φανταγμός Ν φαντάζω, -ομαι]
αποκύημα της φαντασίας
νεοελλ.
(στην ποίηση) όνειρο
νεοελλ.-μσν.
έπαρση, αλαζονεία
αρχ.
στον πληθ. οἱ φαντασμοί
μάταιες ελπίδες, απραγματοποίητες σκέψεις, ουτοπίες.
Léxico de magia
ὁ visión procedente de un sueño ποιεῖ γὰρ πρὸς ἐχθροὺς ... καὶ φόβους καὶ φαντασμοὺς ὀνείρων pues actúa contra enemigos, miedos y visiones de los sueños P X 25