σχίδιον

From LSJ
Revision as of 12:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίδιον Medium diacritics: σχίδιον Low diacritics: σχίδιον Capitals: ΣΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: schídion Transliteration B: schidion Transliteration C: schidion Beta Code: sxi/dion

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form A schidium, Vitr.2.1.4. II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1. III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».