προσανίημι
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
fut. -ανήσω, A send up in addition, δακρύοισι πηγήν Philic. in Stud.Ital.9.46. II slacken, lower the pitch of besides, τὰς τρίτας Plu.2.1145d.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu nachlassen, Plut. de mus. 39.
French (Bailly abrégé)
relâcher en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀνίημι.
Russian (Dvoretsky)
προσανίημι: опускать, ослаблять (τὰς παρανήτας, sc. χορδάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσανίημι: ἀνίημι προσέτι, ἀφίνω τι χαλαρὸν προσέτι, τι Πλούτ. 2. 1145D.
Greek Monolingual
Α
1. αναβλύζω επί πλέον
2. χαλαρώνω ή ελαττώνω κάτι ακόμη πιο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνίημι «στέλνω προς τα πάνω, αναδίδω, χαλαρώνω»].