Δορπία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, the first day of the feast Apaturia, celebrated by public suppers in each phratria, personified in Philyll.8.2: πρόπεμπτα τῆς Δ. IG2.841b62; but τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ on the eve of the feast, Hdt. 2.48.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.2.48, IG 22.1237.62 (IV a.C.)
Dorpia n. del primer día de las Apaturias en Atenas πρόπεμπτα τῆς Δορπίης IG l.c., cf. Poll.6.102, Hsch., Apostol.3.31
•personif. como un personaje de comedia, Philyll.7
•de ahí τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ la víspera de la fiesta Hdt.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Δορπία: ἡ, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων, ἑορταζομένη διὰ κοινῶν δείπνων ἐν ἑκάστη φατρία, Herm. Pol. Ant. § 110. 10· ἀλλὰ τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ, κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἑορτῆς, Ἡρόδ. 2. 48, πρβλ. Schweigh εἰς Ἀθήν. 171D.