εἴλησις
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
Att. εἵλησις, εως, ἡ, (εἰλέω) rotation, swirl, eddy, vortex of wind, fire, etc., Plot.1.8.14, EM20.3, Sch.A.R.1.438, Phryn.374; revolution of heavenly bodies, Poll.4.156.
Spanish (DGE)
v. εἵλησις.
-εως, ἡ
• Alolema(s): εἵλ- Phryn.375, Poll.4.156, Gr.Nyss.Ep.25.6
I 1remolino, torbellino ἡ βίαιος τοῦ ἀνέμου εἵ. Phryn.l.c., cf. EM α 295, αἱ τοῦ πυρός καμπαὶ καὶ εἰλήσεις Sch.A.R.1.438.
2 retorcimiento, curvatura διπλοῦ ἱμάντος σκολιά τις εἴ. Suet.Lud.15, ἡ εἴ. ἡ τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδή Sch.Ar.Ra.339D.
3 astr. rotación de los cuerpos celestes, Poll.l.c.
II arq. bóveda o cúpula τῆς εἱλήσεως τὸ σχῆμα τοῦ ὀρόφου ἐκ πλατέος εἰς ὀξὺν σφῆνα κατακλειούσης Gr.Nyss.Ep.25.6, cf. 11; cf. εἰλέω.
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, das Wickeln, Zusammendrehen, Wirbeln, der Wirbelwind, Sp.
Russian (Dvoretsky)
εἴλησις: и εἵλησις, εως ἡ солнечный жар Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εἴλησις: Ἀττ. εἴλ-, εως, ἡ, (εἰλέω) περιστροφή, συστροφή, στρόβιλος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438, Πολυδ. Δ΄, 156, Ζωναρ. σ. 629.
Greek Monolingual
(I)
εἴλησις, η (Α)
περιστροφή, συστροφή.
(II)
εἴλησις, η (Α)
η θερμότητα του ήλιου.