σπίλωμα
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ατος, τό, A defilement, stain, Aq.Is.13.12 (Auct. p.29 Field);= refined gold in Aq.Is.13.12. II mole, birthmark, Hld.10.15.
German (Pape)
[Seite 921] τό, Fleck, Schmutz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σπίλωμα: τό, μίασμα, κηλίς, «λέρα», κόπρος, ἀκαθαρσία, Ἑβδ. (Ἡσαΐ ΚΗ΄, 8).
Greek Monolingual
το, ΝΑ σπιλῶ, σπιλώνω
ηθικό στίγμα, καταισχύνη.