ὀστολογία

From LSJ
Revision as of 21:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστολογία Medium diacritics: ὀστολογία Low diacritics: οστολογία Capitals: ΟΣΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: ostología Transliteration B: ostologia Transliteration C: ostologia Beta Code: o)stologi/a

English (LSJ)

ἡ, A gathering up of bones after the burning of a body, D.S.4.38:—also ὀστο-λόγιον, τό, Lat. ossilegium, Gloss. II v. ὀστεολογία.

German (Pape)

[Seite 400] ἡ, das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.

Russian (Dvoretsky)

ὀστολογία:собирание костей (после сожжения мертвеца) Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστολογία: συλλογὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τὴν καῦσιν τοῦ σώματος, Διόδ. 4. 38· ― ὡσαύτως ὀστολόγιον, τό, Λατ. ossilegium, Γλωσσ. ΙΙ. πραγματεία περὶ ὀστῶν, Γαλην. 4. 27.

Greek Monolingual

(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) οστολόγος
συλλογή οστών μετά την καύση του σώματος.
(II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.