πυκνωτικός

From LSJ
Revision as of 19:17, 3 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνωτικός Medium diacritics: πυκνωτικός Low diacritics: πυκνωτικός Capitals: ΠΥΚΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyknōtikós Transliteration B: pyknōtikos Transliteration C: pyknotikos Beta Code: puknwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, serving to close the pores, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 816] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Theile stärken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνωτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν ἤτοι συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, δύναμις π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυκνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πυκνῶ
ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος
αρχ.
(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση.