ὑπόβραχυς
From LSJ
English (LSJ)
εια, υ, A rather short in stature, Phld.Acad.Ind. p.51 M. II in Metric, ὑπόβραχυς (sc. πούς), the foot, Diom.p.481 K.
German (Pape)
[Seite 1212] υ, etwas kurz, ὑπόβραχυ, adv., allmälig, καὶ ἡσυχῇ ὑποχωρεῖν Ael. H. A. 4, 34.
Greek Monolingual
-εία, -υ, Α
1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα -∪ - - -.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βραχύς.