ἀντικοσμέω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικοσμέω Medium diacritics: ἀντικοσμέω Low diacritics: αντικοσμέω Capitals: ΑΝΤΙΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: antikosméō Transliteration B: antikosmeō Transliteration C: antikosmeo Beta Code: a)ntikosme/w

English (LSJ)

A arrange in turn, Plu.2.813d. 2 adorn in turn, ib.828a:—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμ-ησις, εως, ἡ, Suid.

Spanish (DGE)

1 organizar a su vez τὰς ἐλάττονας (ἀρχάς) Plu.2.813c.
2 adornar a su vez τὴν ... τράπεζαν ... τοῖς κεραμεοῖς Plu.2.828a
pas. fig. κοσμοῦντες γὰρ τὴν πόλιν τοῖς ἑαυτῶν ἔργοις ἀντεκοσμοῦντο τῇ μνήμῃ Aristid.Or.25.33.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικοσμέω: украшать в свою очередь (τι Plut.).