ἑξαδικός

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰδικός Medium diacritics: ἑξαδικός Low diacritics: εξαδικός Capitals: ΕΞΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hexadikós Transliteration B: hexadikos Transliteration C: eksadikos Beta Code: e(cadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἑξάς) A consisting of six or sixes, εἰδοποίησις Theol.Ar.34. 2 sixfold, Dam.Pr.264.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
mat. [[cuya esencia es la ἑξάς o héxada]], séxtuple ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en Theol.Ar.38, cf. 34, Dam.in Prm.264.

German (Pape)

[Seite 862] die Zahl sechs betreffend, Theolog. ar.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξαδικός: -όν, (ἑξάς), συνιστάμενος ἐξ ἓξ ἢ ἐξ ἑξάδων, Θεολ. Ἀριθμ. 34. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑξαδικός, -ή, -όν) εξάς
νεοελλ.
αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες
2. εξαπλάσιος.