χαλκοθήκη
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, a building on the Acropolis of Athens, IG22120, 1469.84. II case for bronze vessels, provided specially for those of value, Ath.6.231d.
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, Behältniß für Kupfer od. Kupfergeschirr, Ath. VI, 231 d.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοθήκη: ἡ, θήκη ἢ ἀποθήκη πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν μάλιστα πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ σφόδρα δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αρχαιολ. οικοδόμημα της Ακρόπολης τών Αθηνών, μεταξύ του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά
μσν.-αρχ.
θήκη χάλκινων αντικειμένων, ιδίως πολύτιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + θήκη.