χαλκοθήκη

From LSJ
Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοθήκη Medium diacritics: χαλκοθήκη Low diacritics: χαλκοθήκη Capitals: ΧΑΛΚΟΘΗΚΗ
Transliteration A: chalkothḗkē Transliteration B: chalkothēkē Transliteration C: chalkothiki Beta Code: xalkoqh/kh

English (LSJ)

ἡ, a building on the Acropolis of Athens, IG22120, 1469.84. II case for bronze vessels, provided specially for those of value, Ath.6.231d.

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, Behältniß für Kupfer od. Kupfergeschirr, Ath. VI, 231 d.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοθήκη: ἡ, θήκηἀποθήκη πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν μάλιστα πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ σφόδρα δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αρχαιολ. οικοδόμημα της Ακρόπολης τών Αθηνών, μεταξύ του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά
μσν.-αρχ.
θήκη χάλκινων αντικειμένων, ιδίως πολύτιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + θήκη.