δευτεροβόλος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον, shedding the teeth a second time, ἵππος Hierocl. Facet.4, cf. Hippiatr.20, POxy.1708.10 (iv A. D.); of camels, BGU 1088.4 (ii A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
que ha echado los segundos dientes ἵππος Hierocl.Facet.4, Hippiatr.20.4, ὄνος POxy.1708.10, 3143.10 (ambos IV d.C.), de un camello BGU 1088.4 (II d.C.), PGrenf.2.50a.4 (II d.C.), PAberd.42(g).4 (II d.C.) en BL 9.3.
German (Pape)
[Seite 553] der die Zähne zum zweitenmale wechselt, Poll. 1, 182.
Greek Monolingual
δευτεροβόλος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που για δεύτερη φορά αλλάζει τα δόντια του.