πνευματίζω
English (LSJ)
A fan by blowing, in Pass., Antig.Mir.136. II write or pronounce with the breathing, Eust.524.5, al.
German (Pape)
[Seite 640] durch Wehen, Blasen anfachen, Sp. Bes. bei den Gramm. mit dem Hauche, spiritus, bezeichnen, aussprechen oder schreiben.
Russian (Dvoretsky)
πνευματίζω: грам. помечать знаком придыхания.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτίζω: ἀερίζω φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. γράφω ἢ ὁμιλῶ συμφώνως πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ.
Greek Monolingual
Μ πνεύμα, -ατος
γράφω ή μιλώ χρησιμοποιώντας ψιλή και δασεία, δηλαδή σύμφωνα με τον πνευματισμό
μσν.-αρχ.
1. φυσώ, παράγω αέρα
2. αναζωπυρώνω με φύσημα αέρα.