εὐερέθιστος
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
ον, easily excited, irritable, Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; easily provoked, εἰς ὀργάς Plot.1.8.14.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.
Greek (Liddell-Scott)
εὐερέθιστος: -ον, εὐκόλως ἐρεθιζόμενος, Στράβων 660.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.