ἐπίπνευσις

From LSJ
Revision as of 10:05, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπνευσις Medium diacritics: ἐπίπνευσις Low diacritics: επίπνευσις Capitals: ΕΠΙΠΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: epípneusis Transliteration B: epipneusis Transliteration C: epipnefsis Beta Code: e)pi/pneusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A spasmodic inspiration, Gal.17(2).750. II. divine inspiration, ἐ. θεία Str.10.3.9.

German (Pape)

[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, θεία, göttliche Begeisterung, Strab. X, 467.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπνευσις: -εως, ἡ, (ἐπιπνέω) ἐπίπνοια, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ Στράβων 467.

Greek Monolingual

ἐπίπνευσις, ή επιπνέω
1. πνεύση, πνοή, φύσημα
2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή
3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ», Στράβ.).