τυπωτής

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπωτής Medium diacritics: τυπωτής Low diacritics: τυπωτής Capitals: ΤΥΠΩΤΗΣ
Transliteration A: typōtḗs Transliteration B: typōtēs Transliteration C: typotis Beta Code: tupwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who forms or moulds, κόσμοιο τ. Orph.Fr.247.8:—fem. τῠπ-ῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ. seal-ring, Id.H.34.26.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπωτής: -οῦ, ὁ, (τυπόω) ὁ τυπῶν, σχηματίζων ἢ διαπλάττων, κόσμοιο τυπ. Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 8· ― θηλ. (ἀδόκιμ.) τυπῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ., δακτύλιος μετὰ σφραγῖδος, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 33. 26. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 863.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, -ώτιδος, Α τυπῶ
νεοελλ.
1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση
αρχ.
1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που το σχηματίζει, το διαμορφώνει
2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς) δαχτυλίδι με σφραγίδα.

German (Pape)

ὁ, fem. τυπῶτις, ἡ, formend, bildend, eine Form ausdrückend; σφρηγὶς τυπῶτις, ein Siegelring, Orph. H. 34.26.