πολυχίτων

From LSJ
Revision as of 11:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχίτων Medium diacritics: πολυχίτων Low diacritics: πολυχίτων Capitals: ΠΟΛΥΧΙΤΩΝ
Transliteration A: polychítōn Transliteration B: polychitōn Transliteration C: polychiton Beta Code: poluxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, having many coats, πυρός, σπέρματα, Thphr.CP3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.Ep.23.

German (Pape)

[Seite 677] ωνος, ὁ, ἡ, in vielen Unterkleidern, Hüllen, κάλαμος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, πυρός, σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονοχίτων].