παχυσμός
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
English (LSJ)
ὁ, A a growing fat, Hp.Epid.6.8.11. II thickening, νεύρων Damocr. ap. Gal.13.988.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, das Dick-, Fettmachen, die Dicke, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παχυσμός: -οῦ, ὁ, πάχυνσις, κρατυσμός, ἰσχυροποίησις, «δυνάμωμα», Ἱππ. 1200D.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ παχύνω
1. πάχυνση, πάχος
2. πάχυσμα, πύκνωση
αρχ.
κρατυσμός. ισχυροποίηση, δυνάμωμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχυσμός -οῦ, ὁ [παχύνω] dikheid, het dik worden.