κρατυσμός
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁ, strength, firmness, Hp.Epid.6.8.11.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτυσμός: ὁ, ἰσχυροποίησις, «δυνάμωμα», Ἱππ. 1200D.
Greek Monolingual
κρατυσμός, ὁ (Α) κρατύνω
ισχυροποίηση, ενδυνάμωση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατυσμός -οῦ, ὁ [κρατύνω] kracht.
German (Pape)
ὁ, Kräftigung, Hippocr.