φθογγήεις

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγήεις Medium diacritics: φθογγήεις Low diacritics: φθογγήεις Capitals: ΦΘΟΓΓΗΕΙΣ
Transliteration A: phthongḗeis Transliteration B: phthongēeis Transliteration C: fthoggieis Beta Code: fqoggh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, contr. φθογγῆς, sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις), βλ. λ. -όεις].