προκόσμημα

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόσμημα Medium diacritics: προκόσμημα Low diacritics: προκόσμημα Capitals: ΠΡΟΚΟΣΜΗΜΑ
Transliteration A: prokósmēma Transliteration B: prokosmēma Transliteration C: prokosmima Beta Code: proko/smhma

English (LSJ)

ατος, τό, ornament in front, showy ornament, Longin. 43.3, D.L.Prooem.7; π. κακίας Id.6.72: pl., of a ceiling, J.BJ5.4.4.

German (Pape)

[Seite 731] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.

Russian (Dvoretsky)

προκόσμημα: ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προκόσμημα: τό, κόσμημα ἔμπροσθεν κείμενον, ἐπιδεικτικὸν κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3080, Διογ. Λ. προοίμ. 7, Λογγῖν. 43· πρ. κακίας Διογ. Λ. 6. 72.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. κόσμημα, στολίδι που φέρεται στο πρόσθιο μέρος του σώματος
2. φρ. «προκόσμημα κακίας» — προκάλυμμα της κακίας.