θρεμμάτιον
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
τό, Dim. of θρέμμα 2, CIG2733 (Stratonicea), SIG1211 (Calymna, pl.), Keil-Premerstein Dritter Bericht 151 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1217] τό, dim. vom Vor., Sklavinn, Inscr.
Greek Monolingual
θρεμμάτιον, τὸ (Α)
μικρός δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρέμμα].