νοότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ, intellectuality, τῆς νοότητος ὡς ἁπλουστέρας οὔσης τοῦ νοῦ καὶ οἷον ἕξεως τοῦ νοεῖν Procl.in Prm.p.863S., cf. Dam.Pr.58.
Greek (Liddell-Scott)
νοότης: -ητος, ἡ, νοητικότης, τὸ νοητικόν, Α. Β. 1403.
Greek Monolingual
νοότης, ἡ (Α)
η ιδιότητα του νου, η ικανότητα της διάνοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ότης].