Κιλλικύριοι

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κιλλικύριοι Medium diacritics: Κιλλικύριοι Low diacritics: Κιλλικύριοι Capitals: ΚΙΛΛΙΚΥΡΙΟΙ
Transliteration A: Killikýrioi Transliteration B: Killikyrioi Transliteration C: Killikyrioi Beta Code: *killiku/rioi

English (LSJ)

or Καλλικύριοι, οἱ, Kallikyrioi, Kallikyrians, class of serfs at Syracuse, Arist. Fr.586, prob. in Hdt.7.155.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
classe d'esclaves, à Syracuse.
Étymologie: DELG sans explication.

Greek (Liddell-Scott)

Κιλλικύριοι: ἢ Καλλικύριοι, οἱ, τάξις δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ πλῆθος· ὅθεν τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· ἐντεῦθεν πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων.

German (Pape)

οἱ, s. Κυλλύριοι.

Russian (Dvoretsky)

Κιλλικύριοι: или Κυλλύριοι οἱ килли(ки)рии (особый разряд сиракузских рабов) Her.

Frisk Etymological English

Meaning: οἱ ἐπεισελθόντες γεωμόροι δοῦλοι δε ἦσαν οὗτοι καὶ τοὺς κυρίους ἐξέβαλον H. slaves in Syracuse.
Other forms: also Καλλικύριοι (Arist.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: See Paus. Gr. p. 188 Erbse. The name is unexplained.