σκληροτυχής
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ές, having hard luck, Vett.Val.89.12, Salač and Škorpil Nèkolik Archeol.Památek z Východniho Bulharska 57 (Mesembria).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει σκληρή τύχη, κακότυχος, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀνδροτυχής].