ἀνδροτυχής
From LSJ
English (LSJ)
ἀνδροτυχές, getting a man or husband, ἀ. βίοτος wedded life, A.Eu.959 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀνδροτῠχής) -ές
que encuentra un marido νεανίδων δ' ἐπηράτων ἀνδροτυχεῖς βιότους δότε a las doncellas deseables dad que su vida se una a un hombre A.Eu.960.
German (Pape)
[Seite 219] νεανίδων βίοτος Aesch. Eum. 918, einen Mann erlangend.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui trouve un époux.
Étymologie: ἀνήρ, τυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροτῠχής: обретший супруга, т. е. брачный (νεανίδων βίοτος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῖν) ἐπὶ νεανίδων, ἡ ἀξιουμένη ἀνδρός, ἀνδρ. βίοτος, ἔγγαμος βίος, Εὐμ. 960.
Greek Monotonic
ἀνδροτῠχής: -ές (ἀνήρ, τυγχάνω), αυτή που αποκτά άνδρα, ἀνδρ. βίοτος, έγγαμος βίος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀνήρ, τυγχάνω
getting a husband, ἀνδρ. βίοτος wedded life, Aesch.