φιλοπρωτεία

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπρωτεία Medium diacritics: φιλοπρωτεία Low diacritics: φιλοπρωτεία Capitals: ΦΙΛΟΠΡΩΤΕΙΑ
Transliteration A: philoprōteía Transliteration B: philoprōteia Transliteration C: filoproteia Beta Code: filoprwtei/a

English (LSJ)

ἡ, love for the first rank, Zos.4.51; written -πρωτία in Phld.Rh.2.159 S., Jul.Caes.319d, Porph.Plot.10.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Verlangen, Streben nach dem ersten Range. – Auch der erste Rang selbst, D. Sic. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπρωτεία: v.l. φιλοπρωτίαпервенство (ὑπὲρ τῆς φιλοπρωτίας ἅμιλλα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπρωτεία: ἡ, τὸ φιλοπρωτεύειν, ἡ τοῦ πρωτεύειν ἐπιθυμία, φιλαρχία, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 146 (180), κλπ. ΙΙ. τὸ πρωτεῖον, Φωτ. Βιβλιοθ. 393, 27.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ φιλοπρωτεύω
1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος
2. (κατ' επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία.