ἀκόμιστος

From LSJ
Revision as of 19:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμιστος Medium diacritics: ἀκόμιστος Low diacritics: ακόμιστος Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akómistos Transliteration B: akomistos Transliteration C: akomistos Beta Code: a)ko/mistos

English (LSJ)

ον, slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.

Spanish (DGE)

-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: , κομίζω.

German (Pape)

nicht gepflegt, oft bei Nonn.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.

Greek Monotonic

ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.

Middle Liddell

κομίζω
untended.