ὀροπέδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, mountainplain, table-land, δι' ὀροπεδίων Str.7.1.5, cf. 11.12.4, 12.6.1: sg. in 15.1.44.
German (Pape)
[Seite 385] τό, Bergfläche, Strab. 11, 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροπέδιον: τό, πεδινὸς τόπος ἐπὶ ὄρους, δι’ ὀροπεδίων Στράβ. 292, 522, 568, 760· ἕτερος τύπος ὑπάρχει ὀριπέδιον αὐτόθι 272.