δυσκατάλυτος

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάλῠτος Medium diacritics: δυσκατάλυτος Low diacritics: δυσκατάλυτος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dyskatálytos Transliteration B: dyskatalytos Transliteration C: dyskatalytos Beta Code: duskata/lutos

English (LSJ)

ον, hard to bring to an end, πόλεμοι Str.14.1.28; hard to overthrow, δυναστεία J.BJ4.5.5.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de llevar a término, difícil de suprimir πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677
difícil de derribar δυναστεία I.BI 4.352, οἱ ζηλωταί I.BI 4.193.

German (Pape)

[Seite 682] schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταλύσῃ ἢ νὰ διαλύσῃ τις, πόλεμος Στράβων 643.

Greek Monolingual

δυσκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται.