δυσκατάλυτος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον, hard to bring to an end, πόλεμοι Str.14.1.28; hard to overthrow, δυναστεία J.BJ4.5.5.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a término, difícil de suprimir πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677
•difícil de derribar δυναστεία I.BI 4.352, οἱ ζηλωταί I.BI 4.193.
German (Pape)
[Seite 682] schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταλύσῃ ἢ νὰ διαλύσῃ τις, πόλεμος Στράβων 643.
Greek Monolingual
δυσκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται.