καταδουλεύομαι

From LSJ
Revision as of 00:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουλεύομαι Medium diacritics: καταδουλεύομαι Low diacritics: καταδουλεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katadouleúomai Transliteration B: katadouleuomai Transliteration C: katadouleyomai Beta Code: katadouleu/omai

English (LSJ)

reduce to slavery, Sm.Le.27.17, f.l. in Eus. Mynd.Fr.10(v. καταδουλόω 1.2).

German (Pape)

[Seite 1347] sich unterjochen, Euseb. Stob. fl. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουλεύομαι: καταδουλόω, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.

Greek Monolingual

καταδουλεύομαι (Α)
υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].