πτοιώδης

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοιώδης Medium diacritics: πτοιώδης Low diacritics: πτοιώδης Capitals: ΠΤΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ptoiṓdēs Transliteration B: ptoiōdēs Transliteration C: ptoiodis Beta Code: ptoiw/dhs

English (LSJ)

ες, (πτοία) scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.

German (Pape)

[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.