ἐπιφυλλόκαρπος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, with fruit upon the leaves, Thphr.HP1.10.8, 3.17.4.
German (Pape)
[Seite 1001] an den Blättern die Frucht tragend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφυλλόκαρπος: -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, -ον)
(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός].