ἐκκειμένως
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Adv. openly, ἐ. τοῦ ἤθους ἔχειν to be open, frank, Philostr. VS2.17.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. de ἔκκειμαι abiertamente fig. ἐ. γὰρ τοῦ ἤθους ... ἔχων siendo de carácter franco Philostr.VS 597.
German (Pape)
[Seite 762] offen daliegend, τοῦ ἤθους ἔχων Philostr. V. S. 2, 14, von offenem Charakter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκειμένως: ἐπίρρ. φανερῶς, ἐκκειμένως … ἔχειν, παρρησίᾳ χρῆσθαι, Φιλόστρ. 597.
Greek Monolingual
επίρρ. βλ. έκκειμαι.