έκκειμαι
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
(AM ἔκκειμαι)
Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον»)
αρχ.-μσν.
πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω
αρχ.
1. επιδεικνύω
2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι
3. (για μέλη του σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός
4. είμαι κυρτός, προεξέχω
5. είμαι εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη διάθεση κάποιου
6. διατυπώνομαι με σαφήνεια
7. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι
II. (μτχ. θηλ.) η εκκειμένη
νεοελλ.
φρ. «εκκειμένη κληρονομιά» — κληρονομιά για την οποία δεν εμφανίστηκε κληρονόμος ή εμφανίστηκε αλλά δεν αναγνωρίστηκε επίσημα
II. επίρρ. ἐκκειμένως
μσν.
φρ. «ἐκκειμένως... ἔχειν» — το να μιλάει κάποιος με παρρησία.