έκκειμαι
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
Greek Monolingual
(AM ἔκκειμαι)
Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον»)
αρχ.-μσν.
πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω
αρχ.
1. επιδεικνύω
2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι
3. (για μέλη του σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός
4. είμαι κυρτός, προεξέχω
5. είμαι εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη διάθεση κάποιου
6. διατυπώνομαι με σαφήνεια
7. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι
II. (μτχ. θηλ.) η εκκειμένη
νεοελλ.
φρ. «εκκειμένη κληρονομιά» — κληρονομιά για την οποία δεν εμφανίστηκε κληρονόμος ή εμφανίστηκε αλλά δεν αναγνωρίστηκε επίσημα
II. επίρρ. ἐκκειμένως
μσν.
φρ. «ἐκκειμένως... ἔχειν» — το να μιλάει κάποιος με παρρησία.