καταποντισμός

From LSJ
Revision as of 18:07, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταποντισμός Medium diacritics: καταποντισμός Low diacritics: καταποντισμός Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katapontismós Transliteration B: katapontismos Transliteration C: katapontismos Beta Code: katapontismo/s

English (LSJ)

ὁ, drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXX Ps.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.

Russian (Dvoretsky)

καταποντισμός:бросание в море, утопление (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).